- φουλάρω
- (λ. αγγλ.), φουλάρισα, φουλαρισμένος1. μτβ. και αμτβ., γεμίζω τελείως, είμαι γεμάτος ως επάνω, κάνω κάτι πλήρες: Φουλάρω το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με βενζίνη. – Το δοχείο πετρελαίου φουλάρισε.2. πηγαίνω πολύ γρήγορα, τρέχω πάρα πολύ: Ερχόμουν από Λάρισα φουλαρισμένος με 200 χλμ. την ώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.