φουλάρω

φουλάρω
(λ. αγγλ.), φουλάρισα, φουλαρισμένος
1. μτβ. και αμτβ., γεμίζω τελείως, είμαι γεμάτος ως επάνω, κάνω κάτι πλήρες: Φουλάρω το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με βενζίνη. – Το δοχείο πετρελαίου φουλάρισε.
2. πηγαίνω πολύ γρήγορα, τρέχω πάρα πολύ: Ερχόμουν από Λάρισα φουλαρισμένος με 200 χλμ. την ώρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουλάρω — Ν 1. γεμίζω, είμαι γεμάτος 2. γεμίζω τελείως κάτι («φουλάρω το ντεπόζιτο») 3. τρέχω όσο γίνεται πιο γρήγορα 4. καταβάλλω τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουλ + κατάλ. άρω*] …   Dictionary of Greek

  • ντεκουπαριστός — ή, ό (φωτογρ. τυπογρ.) (σχετικά με εικόνα ή τμήμα της) αυτός που έχει αποχωριστεί από το φόντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεκουπάρω, κατά τα επίθ. σε ιστός από ρ. σε ίζω (πρβλ. φουλάρω: φουλαριστός)] …   Dictionary of Greek

  • φουλαριστός — ή, ό, Ν 1. με όλη τη δύναμη, με όλη τη δυνατή ταχύτητα («έτρεχε φουλαριστός») 2. υπερπλήρης, γεμάτος ώς επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουλάρω + κατάλ. ιστός τών ρηματ. επιθ. από ρ. σε ίζω (πρβλ. λαχταρ ιστός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”